- θειοβάκιλλος
- ο(μικροβ.) γένος βακτηρίων τής τάξεως ψευδομονάδες, το οποίο περιλαμβάνει είδη που οξειδώνουν το θείο χρησιμοποιώντας το διοξείδιο τού άνθρακα και ανθρακικές και διττανθρακικές ενώσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < θείο (ΙΙ) + βάκιλλος. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, νόθου συνθ., πρβλ. αγγλ. thiobacillus < thio- (πρβλ. θείο (ΙΙ) + bacillus (βλ. εγκυκλ. λ. βάκιλλος)].
Dictionary of Greek. 2013.